- θαμπωτικός
- η , ο ослепительный;
θαμπωτική καλλονή — ослепительная красота
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θαμπωτική καλλονή — ослепительная красота
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θαμπωτικός — και θαμβωτικός, ή, ό [θαμπώνω] αυτός που προκαλεί θάμβος … Dictionary of Greek
θαμπωτικός — ή, ό που προκαλεί θάμπος (βλ. λ.), εκτυφλωτικός, καταπληκτικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θαμβωτικός — ή, ό βλ. θαμπωτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαμβώνω. Η λ. μαρτυρείται στον Κ. Κούμα] … Dictionary of Greek
έκπαγλος — η, ο θαμπωτικός, εκπληκτικός: Έκπαγλη ομορφιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)